ακουστης

ακουστης
    ἀκουστής
    -οῦ ὅ слушатель Men.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ακουστης" в других словарях:

  • ακουστής — ἀκουστής, ο (Α) [ἀκούω] 1. αυτός που ακούει, ο ακροατής 2. μαθητής, σπουδαστής …   Dictionary of Greek

  • ἀκουστής — hearer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκουστῆς — ἀκουστός heard fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκουσταῖς — ἀκουστής hearer masc dat pl ἀκουστός heard fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκουσταί — ἀκουστής hearer masc nom/voc pl ἀκουστός heard fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκουστοῦ — ἀκουστής hearer masc gen sg ἀκουστός heard masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκουστῆ — ἀκουστής hearer masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκουστῇ — ἀκουστής hearer masc dat sg (attic epic ionic) ἀκουστός heard fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκουστήν — ἀκουστής hearer masc acc sg (attic epic ionic) ἀκουστός heard fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκουστῶν — ἀκουστής hearer masc gen pl ἀκουστός heard fem gen pl ἀκουστός heard masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκούσθ' — ἀκουστά̱ , ἀκουστής hearer masc nom/voc/acc dual ἀκουστά , ἀκουστής hearer masc voc sg ἀκουστά , ἀκουστής hearer masc nom sg (epic) ἀκουσταί , ἀκουστής hearer masc nom/voc pl ἀκουστά , ἀκουστός heard neut nom/voc/acc pl ἀκουστά̱ , ἀκουστός heard… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»